- θάλλοντα
- θάλλωsproutpres part act neut nom/voc/acc plθάλλωsproutpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάλλοντ' — θάλλοντα , θάλλω sprout pres part act neut nom/voc/acc pl θάλλοντα , θάλλω sprout pres part act masc acc sg θάλλοντι , θάλλω sprout pres part act masc/neut dat sg θάλλοντι , θάλλω sprout pres ind act 3rd pl (doric) θάλλοντε , θάλλω sprout pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπογονία — η (AM καρπογονία [καρπογονώ] η παραγωγή καρπών, η καρποφορία («αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῑται εἰς τὴν καρπογονίαν», Ξεν.) … Dictionary of Greek